Κριτικές – Τύπος
Περιοδικό MaxMag.gr (Πολιτισμός, Τέχνες)
Συνεντευξή από την Άννα Ρω (10 Σεπτεμβρίου 2020)

Δέσποινα Κουβάτσου
Δέσποινα Κουβάτσου: “Σε κάθε έργο υπάρχει η ψυχή και η αλήθεια του ζωγράφου”
Δέσποινα Κουβάτσου σας καλωσορίζω με τα λόγια του Ν. Γκάτσου, γιατί πιστεύω πως η ζωγραφική και η ποίηση είναι δίδυμες τέχνες. Βλέπουν τον κόσμο με το ίδιο βλέμμα και οδηγούνται στο φως μέσα απ` τα μονοπάτια της ψυχής τους. Η μόνη διαφορά είναι ότι η κάθε μια χρησιμοποιεί τα δικά της εργαλεία. Θα μπαίνατε ποτέ στη διαδικασία ν` ανασύρετε μέσα από κάποιο ποίημα έναν πίνακα ζωγραφικής;
Ο Λυρικός ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος είχε πει: «Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν». Η ζωγραφική είναι ποίηση που σωπαίνει και η ποίηση είναι ζωγραφική που μιλάει…
κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη
Εφημερίδα Αξία
Artviews.gr – συνέντευξη από τη δημοσιογράφο Ζέτα Τζιώτη
Δέσποινα Κουβάτσου: «Ο εγκλεισμός για έναν καλλιτέχνη δεν είναι πρωτόγνωρη, αλλά γνώριμη κατάσταση, ωφέλιμη και δημιουργική»
(κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε όλη τη συνέντευξη)
Χιώτικη Διαφάνεια – Η ανεξάρτητη φωνή της Χίου 28-12-2019 diafaneia.com
ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ| Δέσποινα Κουβάτσου – Ζωγράφος γράφει η Τασσώ Γαΐλα
Η Δέσποινα Κουβάτσου μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες σύγχρονες Ελληνίδες ζωγράφους με καταγωγή από την Αμοργό και μόνιμη κάτοικος Καλλιθέας Αθηνών αγαπάει πολύ την Χίο την οποία κι έχει επισκεφτεί στο παρελθόν και με χαρά δέχτηκε να συμμετάσχει στην σειρά μας ‘Εικαστικές Τέχνες’…
(κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε online τη συνέντευξη)
Εφημερίδα Αξία
Artviews.gr – συνέντευξη από τη δημοσιογράφο Ζέτα Τζιώτη
Δέσποινα Κουβάτσου: «Η τέχνη ήταν και θα είναι η ωραιότερη επένδυση» Η εικαστικός Δέσποινα Κουβάτσου μας δέχτηκε φιλόξενα στο ατελιέ της στην Καλλιθέα και μας μίλησε για τη δουλειά της, τον δάσκαλό της, Άγγελο, καθώς και για τον Ισπανό ζωγράφο Dino Valls.
(κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε online τη συνέντευξη)
Artviews.gr – αφιέρωμα
Δέσποινα Κουβάτσου: Σε ένα φανταστικό παιχνίδισμα των αισθήσεων
Κριτική του Γιάννη Κολοκοτρώνη
(αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης Δ.Π.Θ.)
για την Έκθεση «Πόλοι Έλξης» 2016

Exchinodea
«Η Δέσποινα Κουβάτσου είναι μια πειθαρχημένη και εμμονική ζωγράφος, παθιασμένη με την πλαστικότητα των μορφών, τα καθαρά περιγράμματα και την αισθαντικότητα των θεμάτων. Την γνωρίζουμε πολύ καλά από τις παλαιότερες εκθέσεις της, όταν, το 2001 (Αίθουσα Τέχνης Πρίσμα) και το 2002 (Γκαλερί Χάρητος), με αφορμή ένα μήλο και αντικείμενα του οικείου χώρου, άρχισε να ξεδιπλώνει στα μάτια του θεατή, το μελλοντικό της παιχνίδι με τους δικτυακούς συνειρμούς πάνω στην υλική δομή των αντικειμένων. Εκείνες οι συνθέσεις, ήταν αφορμή συλλογισμού για τη δομή της ύλης και η μεταφορά, η αλληγορία και ο συμβολισμός των αντικείμενων ήταν εναύσματα φιλοσοφικής ενατένισης πάνω στην προσωπική αλλά και την ιστορική τους εκδοχή.
Μας εξέπληξε, όταν το 2011 (Γκαλερί Αργώ), παρουσίασε μια σειρά έργων που βασιζόντουσαν σε υποβρύχιες λήψεις και εστίαζαν στον αισθησιασμό, την ομορφιά και την ελαφρότητα του γυναικείου σώματος που βυθίζεται στα νερά του Αιγαίου και του Ιονίου. Η Κουβάτσου είχε γυρίσει σελίδα στην επιλογή της θεματογραφίας, αντικαθιστώντας τη μελαγχολική ραστώνη της φιλοσοφικής ενατένισης των καθημερινών αντικειμένων με τον ανάλαφρο αισθησιασμό του γυμνού γυναικείου κορμιού και το χαρούμενο παιχνίδι του με το νερό, το φως και τα χρώματα.
Σήμερα, επανέρχεται με την ενότητα ΠόλοιΈλξης (Γκαλερί Αργώ) για να μας δείξει τις ανεξάντλητες εκδοχές του ίδιου θέματος με τις οποίες εμπλουτίζει τη θεματογραφία της κολυμβήτριας, εστιάζοντας στην ουσία του οπτικού λυρισμού. Οι κινήσεις της κολυμβήτριας ανάλαφρες από την άνωση του διάφανου θαλασσινού υγρού στοιχείου, δημιουργούν εικόνες μοναδικής υποβρύχιας χορογραφίας. Η πιθανή πλήξη από το ρεαλισμό της περιγραφής υποχωρεί μπροστά στο εναλλακτικό παιχνίδι των χρωματιστών υφασφάτων που συνοδεύουν το σώμα στον υποθαλάσσιο χορό του. Όποιος πρόθυμα συνδυάσει την εικόνα του αναδυόμενου ή καταδυόμενου σώματος με το χρωματιστό ύφασμα, μεταφορικά, αντιμετωπίζει την ένταση της φαντασίας των ερωτικών του επιθυμιών. Το σώμα στη γυμνότητα της κολυμβήτριας είναι ανυπεράσπιστο στο βλέμμα της ζωγράφου που ικανοποιεί την άσβεστη δίψα της για την ομορφιά. Χάνει όμως την αγνότητά του, γίνεται τολμηρό και προκλητικό, γίνεται φορέας εξουσίας στο παιχνίδι με λευκό ή κόκκινο ύφασμα. Στις συνθέσεις της, η Κουβάτσου ό,τι περιγράφει με σαφήνεια εξίσου το επενδύει με μεταφορική ένταση, ώστε ο θεατής να συμμετέχει σ’ένα φαντασιακό παιχνίδι αισθήσεων, έλξης και απόκρυψης. Η έλξη διαπραγματεύεται την απόσταση που αυξομειούμενη καθίσταται διαρκώς μετέωρη. Η απόκρυψη συνυφαίνεται με το παιχνίδι της διαρκούς αναζήτησης της αλήθειας. Ανάμεσα λοιπόν στη ζωγράφο και το θεατή, τον ένα πόλο της τέχνης και τον άλλο πόλο της θέασης, μεσολαβούν παραλλαγές ανέφικτης αληθοφάνειας. Ένα είδος αναστοχασμού πάνω στην προσμονή και τη λήθη της επιθυμίας. Γι’ αυτό, κάθε πίνακας της ενότητας είναι και μια διαφορετική εκδοχή σπουδής πάνω τις επιθυμίες που παραμένουν σε λανθάνουσα κατάσταση.»
Γιάννης Κολοκοτρώνης – Αναπλ. Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, Δ.Π.Θ.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΚΟΥΒΑΤΣΟΥ
από τη Λίμπερτυ Πολύζου (Ιστορικό Τέχνης)
για την Έκθεση «Φιγούρες σε Άνωση»

Φοινικούν αντανακλάσεις
Η Μαρίνα των Βράχων
«…Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κ’ ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων – Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ΄ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ΄ όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας…» Οδυσσέας Ελύτης
«Σε όλες τις προγενέστερες ζωγραφικές προσπάθειες της Δέσποινας Κουβάτσου, αφετηρία ήταν η απόδοση της οπτικής πραγματικότητας σε συνδυασμό με το ρεαλιστικό λεξιλόγιο.
Στην προηγούμενη θεματική ενότητα, «Ανατομία του μήλου» διαπιστώνεται η ικανότητά της, ναι μεν να δίνει και πάλι το χαρακτήρα του ρεαλισμού, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό ότι θυσιάζει με την περιγραφικότητα τις πλαστικές αξίες. Αξίες οι οποίες φαίνεται να εξελίσσονται· απογαλακτιζόμενες πλέον από την αρχική εικονογραφική της πρόθεση.
Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένες χαρακτηριστικές ζωγραφικές της εκφάνσεις διαφαίνεται η επιρροή του δασκάλου της ζωγράφου Άγγελου, πρωτίστως στον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται ο ζωγραφικός χώρος και αναπτύσσονται όλα τα επί μέρους ζωγραφικά συμβάντα. Στην προκειμένη περίπτωση όμως και καθώς συνεχίζει τις αναζητήσεις της απελευθερώνεται και απομακρύνεται αισθητά.
Πράγματι, σε αυτή την προκείμενη έκθεση παρουσιάζεται ολοκληρωτική μεταστροφή από τα δεδομένα του παρελθόντος.
Η καλλιτέχνης προσπερνά τον αυστηρό βερισμό, κυρίως στις νεκρές φύσεις και καλλιεργεί την εξωραϊστική σχηματοποίηση, που φαίνεται να αξιοποιεί ιδιαιτέρως σε αυτή την ενότητα.
Αποδεσμευμένη πλέον, και με παρρησία ξεκινά μια νέα πορεία με γνώμονα τον φυσικό κόσμο που μας περιβάλλει, και οποιεσδήποτε προεκτάσεις μπορεί να επιφέρει.
Σε αυτή την περίπτωση αποχωρίζεται το ατελιέ και τους τεχνητούς του φωτισμούς και ανοίγει διάλογο με τον εξωτερικό χώρο και το φυσικό φως που προσφέρεται απλόχερα κάτω από έναν μεσογειακό ουρανό.
Αλλάζοντας τις θεματολογικές της προτιμήσεις, επικεντρώνεται σ’ έναν υδάτινο κόσμο· όπου μέσα από μια αμιγώς ελληνότροπη οπτική αποκυεί ένα διονυσιακό μικρόκοσμο δονούμενο από τις πολλαπλές επιλογές του phthalo και τις διαβαθμίσεις του· ούσες Ηρακλείτειες εικόνες σε αέναη κίνηση που συνεχώς εναλλάσσονται αλλά και αναπροσδιορίζονται καθώς εντάσσονται στην αλλαγή και εξέλιξη των πάντων.
Με αφορμή τον βυθό, ως θεμελιακό ερέθισμα, προβαίνει σε μια σειρά από λάδια, που αποκαλύπτουν περαιτέρω ερμηνευτικές προεκτάσεις, αφού εμφωλεύουν εκτός από τα ατμοσφαιρικά θαλάσσια χαοτικά πεδία, και ανθρώπινες θηλυκού γένους μορφές.
Είναι προφανές ότι η προσέγγιση γίνεται μέσα από μια ποιητική διάθεση, καθώς εμφανίζονται άυλες, στην πλειοψηφία τους αποσπασματικές γυμνές φιγούρες, αισθησιακά αποτυπωμένες και επιμελημένα περιτυλιγμένες από πορφυρένια υφάσματα· αιωρούμενα και καταργώντας τη βαρύτητα χορεύουν αρμονικά και ρυθμικά, κάτι σαν μια μουσική αντίστιξη του Μπαχ.
Όχι τυχαία βέβαια, αφού το φοινικούν εκ γενετής προέρχεται από κάτοικο του βυθού· αυτού του κοχυλιού, κατά τον Πλίνιο, murex και purpura που παράγει την περίφημη πορφυρόχρωμη χρωστική ουσία που ένδυσε εμβληματικά όχι μόνο μεγάλες φυσιογνωμίες του παρελθόντος αλλά σε πολλές περιπτώσεις και του σήμερα.
Οι θαλάσσιες μάζες πότε νήνεμες, πότε ταραγμένες συναποτελούν το φόντο πλάι στους υποθαλάσσιους υφάλους όπου και διαδραματίζεται η κεντρική σκηνή με την ανθρώπινη παρουσία σε ένταση καθώς επίσης και με την ιδιότυπη κινητικότητα που επικρατεί· ούσες καλά ενορχηστρωμένες υγρές εικόνες που καθηλώνουν το βλέμμα του θεατή κατά κύριο λόγο μέσα από τον εκφραστικό χαρακτήρα των χρωμάτων αλλά και την αρμονική όσμωση των συνδιαλεγόμενων ψυχρών και θερμών χρωμάτων.
Τέλος, αυτές οι όψιμες χρωματικές προπαίδειες με μοναδικό τρόπο διαμηνύουν και εδώ, όπως άλλωστε και σε όλη την προϋπάρχουσα δουλειά της, την χρήση συμβόλων δια του χρώματος, που για την καλλιτέχνιδα υπήρξε εξ’ αρχής θεμελιώδες έναυσμα.»
Λίμπερτη Πολύζου – Ιστορικός Τέχνης
«Το χρονικό μιας αναπάντεχης ανατροπής» από τον Δημήτρη Παντελίδη
(Αναλυτή Έργων Τέχνης) για την Έκθεση «Φιγούρες σε Άνωση» 2011

Ανάδυση
«Ο βυθός της θάλασσα είναι το τελευταίο ανεξερεύνητο και ανεξιχνίαστο σύνορο του πλανήτη Γη. Είναι ακόμα ο μυστηριακός χώρος στο αρχέγονο σκοτάδι του οποίου δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς υπάρχει. Είναι ο χώρος των Μύθων των θησαυρών και ο χώρος από όπου από καιρό εις καιρό αναδύονται πρωτόγνωρα προϊστορικά όντα που νομίζαμε ότι είχαν εκλείψει με τους δεινόσαυρους.
Αυτός ο χώρος των μύθων είναι το θέμα της έμπνευσης της νέας δουλειάς της Δέσποινας Κουβάτσου.
Με πολύ λίγες προγενέστερες αναφορές, δημιούργησε το έργο της παρούσας έκθεσης με βυθούς και γυμνά κορίτσια και πολύχρωμα πέπλα των οποίων ο αχαλίνωτος εξωτισμός φέρνουν στο νου τα τραγούδια των Σειρήνων, τραγούδια που τώρα καλείται ο θεατής να απολαύσει χωρίς να είναι δεμένος στο κατάρτι του πλοίου, γιατί ο μόνος «κίνδυνος» στον οποίο μπορεί να εκτεθούμε, είναι να αποκτήσουμε ένα τέτοιο έργο.
Αυτό είναι το εύκολο μέρος της περιπέτειας. Το δύσκολο μέρος είναι ο άθλος της Κουβάτσου να αλλάξει την γνωστή δουλειά της από την κλασικίζουσα οπτική των θεμάτων της και το «Καραβατζέσκ» φως, στον σχεδόν αφηρημένο ιμπρεσσιονιστικό κόσμο παλλόμενων χρωμάτων και φώτων που μας παρουσιάζει τώρα.
Μην νομίσετε ότι αυτό είναι εύκολο. Οι καλλιτέχνες (και μάλιστα οι Μάστερς) που έχουν κάνει αυτήν την μετάβαση είναι λίγοι και μετρώνται στα δάκτυλα.
Αρχέτυπος μεταξύ των ο Πικάσσο που άλλαζε «στυλ» (οπτική/ τεχνοτροπία και ψυχισμό, το λέμε εμείς οι αναλυτές) κατά καιρούς. Λένε οι βιογράφοι του, ότι άλλαζε κάθε φορά που άρχιζε μια νέα ερωτική περιπέτεια.
Πάντως στις περιπτώσεις του Μοντριάν, του δικού μας Μόραλη, η μετάβαση από το σχεδόν εικονικό στο σχεδόν αφηρημένο, είναι σαφώς καταγεγραμμένη από τις ενδιάμεσες σπουδές της μεταμόρφωσης.
Μοναχά ο Μιρό μεταπηδά παρθενογεννημένος από τη ναίφ γραφή των νεανικών του χρόνων, στην δυσνόητη και συγκλονιστική λιτότητα της «σουρεαλιστικής» του εποχής (όπως επέμενε εκείνος, της αφηρημένης λέμε οι πολλοί) και παραμένει εκεί μέχρι βαθύτατο γήρας. Ο δε Παρθένης, για να φθάσει στο γνωστό αχνό και Αρτ Νουβίζον (αν επιτρέπετε την λέξη σε μένα που μιλώ ελληνικά παρεμπιπτόντως) αναγνωρισμένο τρόπο του και να υπογράψει με λατινικούς χαρακτήρες, ζωγράφισε χιλιάδες έργα στο στυλ του Μαλέα, του Παπαλουκά, του Νίκου Λύτρα και πολλών ξένων, υπογράφοντας με ελληνικά γράμματα.
Στην περίπτωση της Κουβάτσου δεν φαντάζομαι η μεταμόρφωση να οφείλεται στα βέλη του θεού Έρωτα όχι ότι δεν θα μπορούσε, αλλά είναι πολύ λογική για ν’ αφεθεί σ’ ένα τέτοιο είδους κού ντε φούτρ.
Τη συναισθηματική ώθηση της αλλαγής, την τοποθετώ στα βέλη της Ήρας και της Εστίας που της χάρισαν μια πεντάμορφη και χαρισματική εγγονή και για να πραγματολογήσουμε, στην δική της ανάγκη να εκφράζει με ένα νέο κώδικα γραφής χρωμάτων και θεμάτων, δηλαδή να αλλάξει τεχνοτροπία.
Αρκετά όμως τ’ αστεία- η ουσία είναι ότι τα κατάφερε και τα κατάφερε αξιοθαύμαστα.
Τα θέματα όπως είπα πιο πάνω είναι κυρίως φιγούρες γυναικών στο βυθό, ένα βυθό που δεν τον γνώριζε αναγκαία ένας φυσιοδίφης αλλά ένα βυθό που στηρίζεται στην φαντασία της Κουβάτσου. Τα χρώματα κυρίως γαλαζοπράσινα, οι πινελιές της αλλεπάλληλες για να δείξουν διαφάνεια και οι πόζες των μοντέλων της, ποικίλες αιωρήσεις στο νερό, όπου οι νόμοι της βαρύτητας και της άνωσης επιβάλλον του δικούς τους κώδικες συμπεριφοράς.
Οι φιγούρες συχνά κερματισμένες από την διάθλαση του φωτός και τον αντικατοπτρισμό, σπανίως επιτρέπουν πλήρη όραση του θεσπέσιου μοντέλου της, αλλά σε σκανδαλίζουν με θαμπάδες και παραμορφώσεις ακόμα και ακρωτηριασμούς, όπως ακριβώς επιβάλει το ιδίωμα «νερό» στο φακό της ανθρώπινης όρασης.
Τα εκθαμβωτικά υφάσματα που κι’ αυτά ακολουθούν τους κανόνες της πλεύσης και του βυθού, παραπέμπουν σε ένα εξωτισμό και μια γοητεία, όπως οι πεταλούδες, τα χρυσόψαρα και οι χορεύτριες της Ινδίας.
Όλη η εντύπωση είναι άκρως γοητευτική.
Κλείνοντας, διερωτώμαι, που πάει από εδώ η Κουβάτσου. Είναι τούτο ένα ιντερμέτζο ή μια μόνιμη κατάσταση.
Το μέλλον θα δείξει, πάντως αυτήν την στιγμή μας κατέπληξε».
Δημήτρης Παντελίδης – Αναλυτής Τέχνης
Η υδάτινη περιπέτεια της αυτογνωσίας της Πηνελόπης Κουφοπούλου (Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας) για την Έκθεση «Φιγούρες σε Άνωση»
«Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαιω μες στον Παράδεισο»
Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα
«Η παραστατική ζωγραφική της Δέσποινα Κουβάτσου απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί μια τέχνη διακοσμητική ή μια γραφή διασκεδαστική. Η θεραπεία του ωραίου μέσα από την κλασσική φόρμα ισοδυναμεί με την επίκληση μιας αρχετυπικής αρμονίας, είναι το αποτύπωμα της πλατωνικής νοσταλγίας του ιδανικού. Και η θάλασσα – ως κάτοχος της καταγωγικής αλήθειας αλλά και ως αντικατοπτρισμός της ουράνιας τάξης- αναδεικνύεται σε προνομιακό τόπο τέτοιων αναζητήσεων. Έτσι, στα έργα της παρούσας έκθεση η ζωγράφος εγκαταλείπει τον κλειστό χώρο του δωματίου που υπονοεί η νεκρά φύση -κεντρικό μοτίβο στις προηγούμενες συνθέσεις της- και δραπετεύει στα ανοιχτά τοπία του υδάτινου βυθού.
Οι γυναικείες μορφές της – γυμνές φιγούρες απελευθερωμένες από τη δύναμη της βαρύτητας και τη μνήμη του περιττού- απολαμβάνουν μοναχικές στιγμές μιας παραδείσιας ευτυχίας: χορεύουν και στροβιλίζονται ηδονικά, περιπατούν και περιίπτανται αμέριμνα, αναπαύονται νωχελικά και εκστατικές εξερευνούν τα θαλάσσια μυστικά. Τα υφάσματα που ενίοτε τις συνοδεύουν δεν προσφέρουν απλώς την ευκαιρία για ένα χρωματικό παιχνίδι με τους κυματισμούς του φωτός αλλά προσθέτουν μια νότα φιλαρέσκειας, μια πινελιά αμαρτίας στην απροκάλυπτη αθωότητά τους.
Η αφαιρετικότητα της σκηνοθεσίας -φειδωλή χρήση της προοπτικής, παραγραφή της λεπτομέρειας και απουσία του δεύτερου πλάνου – επιτρέπει στο θεατή να εστιάσει στο κεντρικό ζήτημα του πίνακα, που δεν είναι απλώς ένα ανέμελο κορμί που χαίρεται την ομορφιά της θάλασσας αλλά μια βιωματική συνομιλία του γυναικείου σώματος με το φυσικό στοιχείο. Μια συνομιλία που τελείται υπό συνθήκες αγαστής ισορροπίας, όπως μαρτυρά η ενδόμυχη ηρεμία των μορφών, η απαλότητα της κίνησης και η αρμονία των όγκων. Το αισθητικό, σύμφωνα με τον Καντ, περικλείει μια υπόσχεση για τη συμφιλίωση της Φύσης και του ανθρώπινου υποκειμένου.
Οι φιγούρες σε άνωση, όμως, εμφανίζονται διχοτομημένες: οι πρωταγωνίστριες της Δέσποινας Κουβάτσου δεν έχουν πρόσωπο. Πρόκειται για το τέχνασμα του καλλιτέχνη που σκόπιμα αποσιωπά την κεντρική αναφορά του έργου του για να την αναδείξει έτσι ως σιωπή ή αισθητή απουσία (felt absence). Με άλλα λόγια το ζητούμενο, εδώ, είναι η ανακάλυψη της προσωπικής ταυτότητας κάτω από την επιφάνεια.., κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, κάτω από την επιφάνεια των προσωπείων. Το νερό «κρατάει έναν καθρέφτη». Η υποθαλάσσια σιωπή παρέχει μία μοναδική ευκαιρία για να αφουγκραστεί κανείς την εσωτερική του φωνή. Ο αχαρτογράφητος βυθός γίνεται έτσι μια μεγεθυσμένη προβολή του φροϋδικού ασυνειδήτου. Κάθε γνήσια περιπέτεια στην τέχνη, άλλωστε, δεν είναι παρά μια κατάδυση εντός.»
Κουφοπούλου Πηνελόπη – Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας